Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

Η επίσκεψη





             Πόσοι φίλοι είχαν χαθεί και κερδηθεί ξανά. Πόσα απροσπέραστα στους ανυποψίαστους βλέμματα και χειραψίες για να μιλήσει το σώμα, να χαράξει μία κίνηση στα αέναα περάσματά του από σώμα σε στόμα και από την καρδιά στην ανώτερη μορφή σιωπής, αυτήν που κλείνεται σ'ένα δωμάτιο περιμένοντας το δήμιο της και μαστιγώνει με το ψίχος της το χάδι. Ο φίλος που έφυγε σήμερα από το κρεβάτι μου με κοίταξε πριν ξεκινήσει το ταξίδι του για μια άλλη πόλη και μοιράστηκε τη βαριά νοσταλγία της ευτυχίας μαζί μου. Απελευθέρωσε όλα τα δεσμευμένα λόγια, όλα τα καμώματα και τα τολμήματα του εφτασφράγιστου παρελθόντος, χαλιναγώγησε τη μέρα, την τρυφερή υφή της, εξέτασε πάνω μου προσεκτικά σαν επιστήμονας τα ανοίγματα και τις λιωμένες εσοχές του μουχλιασμένου κορμιού μου και έκρυψε μέσα του, βάζοντας προσεκτικά τα δάχτυλά του, όλη τη σιωπή του κόσμου. Μόνο το γυμνό του στήθος θα μπορούσε να γράψει για αυτά. Μα αφού στη λογοτεχνία η απαγόρευση των φωτογραφιών αποτελεί άγραφο και ιερό κανόνα, προτίμησα τις φτηνές λέξεις, αυτές που βάζουν στο στόμα τους ακόμα και οι κακοντυμένες γυναίκες, τις κάνουν γαργάρα πριν τις ξεράσουν και τις εγκαταλείπουν στο νιπτήρα της μνήμης. Τα λειψά γράμματά μου, οι ημιτελείς επιστολές μου απευθύνονται πάντα στους πιο αγαπημένους. Ένα κομμάτι των επιστολών κοιμάται στη σελίδα, και το άλλο, το πιο ζωηρό και  πιο όμορφο, τρέχει να τους προφτάσει, να γύρει την πλάτη του σα μισοπεθαμένο ξέπνοο άσπρο τριαντάφυλλο δίπλα στο ξαπλωμένο κεφάλι τους.

           Όλες αυτές τις στιγμές θα ήθελα να τις κλείσω σ'ένα βιβλίο αφού δεν μπορώ με άλλους τρόπους, παρά με το φορτίο που  κουβαλάνε πάντα τα μάτια, να μιλήσω γι'αυτές, να αρθρώσω τα νοήματά τους, να περισυλλέξω την απώλειά τους και να της ξαναδώσω το λόγο. Και στ'αλήθεια είναι ακόμα και σήμερα ακατόρθωτο να αναμετρηθώ με  την τελεσίδικη απώλεια των αναμνήσεων, των φίνων στιγμών της χαράς, να δεχτώ πως η ρουφήχτρα της λήθης συνεργάζεται με το πίσω μέρος του εγκεφάλου μας για να τακτοποιεί τις αναμνήσεις ουτως ώστε να αποφευχθεί πιθανή υπερφόρτωση του σκληρού δίσκου μας και να χάσουμε έτσι όλες τις βάσεις δεδομένων.Κράτησα για μέρες λουλούδια σ'ένα βάζο χωρίς νερό και μετά τα αποξήρανα αφού δεν είχα άλλη λύση. Κοιμήθηκα στα άπλυτα σεντόνια και τυλίχτηκα για να ζεσταθώ σε χρησιμοποιημένες πετσέτες για να θυμάμαι το άρωμα του σώματός του πιο αγαπημένου. Τα σώματα παράγουν ένα καινούριο άρωμα όταν βρίσκονται μαζί, αναγνωρίσιμο μόνο από τους φορείς τους. Έτσι θα έγινε κι αυτή τη φορά λοιπόν.   
           Δεν πρόλαβα να σου μιλήσω για τα σχέδιά μου καθώς έπρεπε να φύγεις πάλι, ήρθες μόνο για λίγες μέρες, ενδιάμεσος σταθμός για μια άλλη χώρα ήταν το Παρίσι. Μου είπες ότι δεν κρατάς τίποτα στο δωμάτιό σου γιατί αργά ή γρήγορα θα χρειαστεί να το εγκαταλείψεις για κάποιο άλλο. Κι έφυγες λέγοντας μόνο τα παρηγορητικά λόγια, γνωρίζοντας ότι την επόμενη φορά, θα ξαναβρεθούμε μετά από ένα ή δύο χρόνια και, θα είμαστε άλλοι, θα είμαστε ξένοι προς αυτό που υπήρξαμε τώρα, αυτή τη μοναδική στιγμή, τη στιγμή την ακούω να σπαράζει από ευφορία και αδυναμία. Με κράτησες ύστερα ανάμεσα σε δύο χέρια παγωμένα και με εμπεριείχες πάλι όπως λίγες ώρες νωρίτερα. Ήταν ένας εγκλεισμός αυτές οι τρεις ημέρες. Τρεις αδιάκοπες μέρες πάνω σε ένα κρεβάτι γύρω μας μόνο πάτωμα και χρωματισμένα λόγια στους τοίχους και μια σκουριασμένη τσαγιέρα έβραζε παραπέρα. Ήμασταν μόνο εμείς, αυτό που δεν ήμασταν τόσα χρόνια νωρίτερα, ένα ακατόρθωτο δίδυμο της σάρκας, χλευαστικό προς την ανθρωπότητα και τη βρωμιά της. Ενωθήκαμε από ανάγκη μα η ανάγκη έφερε τον έρωτα άθελά της. Δεν είχες κανένα τόσα χρόνια, δεν είχα κανένα  ποτέ. Γυρνούσες τις πιο μακρινές χώρες για να ακούσεις διαλέξεις και να κάνεις πειράματα μέσα σε σκοτεινά εργαστήρια όπου τρίζουν μισογεμισμένα μπουκαλια χημικών ενώσεων, καίγονταν οι αρθρώσεις των δακτύλων σου, γυρνούσες πάντα μόνος, χωρίς να μπορείς να μοιραστείς τίποτα, και ήρθε ανεπαίσθητα και η ώρα που έπαψες να θυμάσαι, να θυμώνεις γι'αυτό. Έγινες η σκιά σου και μόνο από το χαμόγελο σε ξεχώρισα πια. Κι εγώ, γεμάτη εκδορές της λύπης και της ανυπαρξίας σχηματίστηκα ξανά χάρη σε σένα ξεχωριστέ φίλε. Ξαναβρήκα τα παιδικά μου παιχνίδια εκεί, ξαπλωμένη σε ένα ξέστρωτο κρεβάτι μαζί σου, να κοιτάμε από το ψηλό παράθυρο τις εναλλαγές της θέσης του ήλιου και να μένουμε αφασικοί ακούγωντας τον ήχο των αεροπλάνων. Κι όταν έφυγες έκανα ώρες πολλές να επιστρέψω σπίτι. ξεκουμπίστηκα ακαριαία από το σημείο του αποχαιρετισμού και προσαρτήθηκα στο πλήθος. Έτσι ήταν η ζωή μου, ακολουθούσα το πλήθος όπου με πήγαινε. Παρατημένη, γνήσια αλλά και νοθευμένη από την καινούρια εμπειρία ενός ξένου μέχρι πριν λίγες μέρες σώματος. Προσπάθησα να σε ακουμπήσω με τρυφερότητα για να μη χάσω τα δώρα σου, κι οι εσωτερικές εικόνες επανέρχονται αμίλητες στο μυαλό μου και διορθώνουν τα τραύματά μου. Κάθε φορά που χάνω κι από κάτι χάνω τον κόσμο, γίνονται όλοι απόκοσμοι και τρομεροί, όπως εκείνο το τελευταίο βράδυ, περπατώντας παράλληλα δίπλα στο ποτάμι, βαδίζοντας προς την ευδιάκριτη ακτίνα του πύργου. βρήκαμε κάτι σκαλάκια στο περιβόλι του Μάρτη, ακουμπήσαμε ο ένας στον άλλον και χαζεύαμε για ώρες τον πύργο σβησμένο να στέκεται μέσα στη μέση της νύχτας. Τριγύρω έβοσκαν μόνο θαρραλέα ποντίκια, και ντυμένοι ζεστά άγνωστοι ένας σε κάθε παγκάκι, είχαν καρφώσει το βλέμμα τους άλλος προς τον Ωρίωνα, άλλος προς τα αποτσίγαρα στο τσιμέντο κι άλλοι προσποιούνταν πως σκέφονται κάτι σημαντικό. Τότε νιώσαμε το θαύμα της αλληλεγγύης, ήμασταν τυχεροί να έχουμε ο ένας τον άλλον δίπλα κι όχι μακρυά για να γελάσουμε και να κοιτάμε τον σβησμένο αποκαρδιωτικό ψηλό πύργο μέσα στην τυφλή ησυχία. Κι όταν στο γυρισμό σηκώσαμε το κεφάλι με φορά προς την κορφή του πύργου, τότε ήταν σαν να είχαμε ανέβει ψηλά. Είδαμε τη θέα του τελευταίου ορόφου ανάμεσα στη βρωμιά των σκουπιδιών και των νερόλακων, τσαλακωμένοι από φωτάκια περαστικών νυχτερινών λεωφορείων σπασμένης μοναξιάς.

           Και για πρώτη φορά μετά από τρεις εβδομάδες στην καινούρια πόλη έκλαψα για όλους τους ανθρώπους που χάνουμε κάθε μέρα, έτσι ήταν το κλάμα μου για σένα. Εμπλουτισμένο από την πικρή ομορφιά των ξεκουμπωμένων ρούχων και των παρατημένων αντικειμένων στις τέσσερεις γωνιές του δωματίου μου. Κλαίω ακόμα για σένα, για μένα, για όλα τα αποχαιρετιστήρια σαλπίσματα, τις αγκυλωμένες φράσεις και τον δισταγμό. Κανεις ποτέ δεν υμνεί τον δισταγμό.
* Στον Σ.

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Χαρταετοί ΙΙ

                                                                                                                                                      
                                





          Οι μέρες είχαν περάσει και το μόνο που μπορούσε κανείς να κάνει ήταν να παρατηρεί τις αλλοπρόσαλλες κινήσεις των ανθρώπινων χεριών καθώς αυτοί πάσχιζαν να διαγράψουν με το σώμα τους τον χρόνο, να διασχίσουν και να καταγράψουν, και τελικά να υπακούσουν (σε τι;) και να τον αγαπήσουν. Χωρίς ποτέ να τον τιθασεύσουν. Κι είναι παράξενο πόσο τα χέρια εγγράφουν μέσα στην κίνησή τους, σαν μακρινοί απόγονοι του Σίσυφου, δηλαδή του είναι, και κάπως έτσι φτιάχνεται η μνήμη. Η μνήμη δημιουργείται και γεννιέται από τον άνθρωπο, γι’ αυτό είναι γήινη και ατελής. Είναι κι αυτή μία νύμφη αόρατη όπως τόσα αισθήματα, όπως η ανατριχίλα όταν ακούγεται η πτώση της βροχής.

            «Στ’ αλήθεια η βροχή πρέπει να’ ναι πολύ θλιμμένη, είναι ξένη, ποτέ δεν πετάει. Μόνο πέφτει. Και παύει.» σκέφτηκε, μα δεν φανέρωσε ποτέ αυτή τη διαπίστωση γιατί ήξερε πως η ανοησία των ανθρώπων θα τους έκανε να γελάσουν μπροστά σε μία τέτοια φράση, και το γέλιο θα έπεφτε σαν μαστίγιο πάνω στο παιδικό του σώμα.


            Χέρια που απλώνονται, ανοίγονται και ανοίγουν, χέρια που σωπαίνουν, χέρια που χορεύουν και ξεκουμπώνουν, που καθυστερούν, που κρύβουν, γητεύουν, μονοπωλούν, προδίδουν και σβήνουν.

            Κι ήταν τα χέρια του ταλαιπωρημένα, κουρασμένα, μα έφερναν τη δροσιά της ωριμότητας σε ό,τι ακουμπούσαν.



Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013

Χαρταετοί Ι





   Την ίδια στιγμή που ένας δύτης ανακάλυπτε το μεγαλύτερο κοράλλι της Μεσογείου, ο Ακάνσιο περιέφερε τα απαλά βήματά του στο μέσο της πληγωμένης πλατείας. Είχαν περάσει δύο μέρες μεγάλες και λυπημένες. Γύριζε χωρίς να έχει κάπου να πάει. Διέκοπταν τους συλλογισμούς του οι περαστικοί, τον λοξοκοιτούσαν. Άλλοι με απορία στα μάτια, άλλοι με αποστροφή, άλλοι με φόβο ή με περιέργεια, κανείς με συμπάθεια. Η νοσταλγία για κάποιον που είχε γνωρίσει τόσο λίγο και είχε χάσει τόσο σύντομα  ενοχλούσε τους μύες του και διέκοπτε την τροχιά του. Κάποια στιγμή πίστεψε ότι δε μπορούσε να περπατήσει. Έμεινε όσο άντεχε ακίνητος να χαζεύει κάτι αδιόρατο, που μόνο εκείνος αντιλαμβανόταν, χωρίς να δώσει εξηγήσεις σε κανέναν.
     Φως έφευγε μακριά κι επέστρεφε με τα κύματα κλυδωνίζοντας τους φωταγωγούς και τις κορυφές των ψηλών ωχρών κτηρίων. Την ώρα αυτή τα νυχτολούλουδα ήταν κυματοθραύστες και μετρονόμοι. Ενορχηστρώνοντας τις ριπές του αέρα και συγχρονίζοντας το άρωμά τους με τις σκελίδες της σιωπής, φωτοδοτούσαν την κοιτίδα τους ως  λόγο της ύπαρξής τους.
    Άφησε το σώμα του να ξεκουραστεί στην άκρη ενός δρόμου, διπλωμένος καθώς έμεινε με τα χέρια ανάμεσα στα πόδια του σαν συναρμολογούμενο ξύλινο παιχνίδι. Προσπάθησε να κοιμηθεί αλλά δεν είχε πια όρεξη. Κολλούσε απ’ την υγρασία, χαμογέλασε και δεν σκέφτηκε.