Άφησες ανοιχτή μία μυστική πόρτα ένα πρωί κι έφυγες βιαστικά. Κοίταξες γύρω, δεν υπήρχε ψυχή. Πέρασες τόσα φανάρια με πράσινο, μέσα στο αυτοκίνητο κρατούσες πάντα ένα πακέτο τσιγάρα για εκείνες τις στιγμές, που κάτι σε αρπάζει απ'τα μαλλιά και σε τραβάει μακρυά... Πήγες από τη μία, κι από την άλλη. Ταλαντεύτηκες κι έφτασες στα μισά της διαδρομής να μη θυμάσαι τον τελικό προορισμό. Κι έτσι, τόσο απλά, και τόσο φυσικά, χωρίς καν να το καταλάβεις, είχες προδώσει όσους είχες αφήσει να μπουν ελεύθερα από την πόρτα. Μόνο και μόνο επειδή την είχες ξεχάσει ανοιχτή...
- "Θα με κρεμάσεις, επειδή αφαιρέθηκα;", είπες.