Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

Χαρταετοί ΙΙΙ


Το αδύνατο αγόρι, φορώντας ένα χρυσό σταυρό, ο βιβλιοπώλης, ο ξυλουργός με το ξύλινο πόδι κι ένας απρόσιτος ψευδός ιερέας ήταν οι μόνοι άνθρωποι εκείνο το πρωινό πάνω στο λόφο με τα μωβ κυκλάμινα για να αποχαιρετήσουν τον Εουτζένιο Μάρκο Σαπόνε πριν επιστρέψει στην μεγάλη κοιλιά της ανυπαρξίας. Είχε αγαπηθεί όσο ζούσε, τον είχαν πονέσει, τον είχαν ξυπνήσει ανέμελα λόγια, είχε διαβάσει τα μάτια ανθρώπων γύρω του, του συμπαραστάθηκαν κι όμως η αγάπη δε φτάνει ό, τι κι αν λένε. Είναι ισχυρή, εξουσιαστική, επειδή υπάρχει χωρίς να εμπερικλείει ένα σωρό συναισθήματα που χρειάζονται για να δεθείς με κάποιον, χωρίς το χρόνο, τη μεγαλοσύνη, τη ζήλια, την τύχη, την ευγνωμοσύνη, το χιούμορ, τα παράπονα. Όλα χρειάζονται όσο η αγάπη, αυτή είναι μια καλοσχεδιασμένη γέφυρα, ο πιο σύντομος δρόμος να περάσεις στο προσδοκώμενο. Όταν αργεί μη φοβάσαι, άλλοι δεσμοί φυτρώνουν και ριζώνουν.
Ο αέρας φυσούσε και έπαιρνε τα καπέλα των αντρών, έκανε το λευκό καρφιτσωμένο μαντήλι στο πέτο του μικρού Ακάνσιο να ανεμίσει. Παρέμεναν και οι τέσσερις  ακίνητοι μπροστά σε μία θεόρατη λακκούβα και παρατηρούσαν ασχολίαστα και με αποδοκιμασία το ακατάλληλο σκάψιμό της καθώς το σχήμα της έμοιαζε περισσότερο ρομβώδες παρά ορθογώνιο. Ο Ακάνσιο το βρήκε αστείο. Σ’ εκείνο το μέρος, ξάγναντα στην πολιτεία από κάτω τους, ανάμεσα σε γκρίζες τριχωτές πέτρες ανάσκελα στον ξεπλυμένο ουρανό θ’ αποκοιμιόταν τώρα ο Εουτζένιο. Όλοι ήταν ευχαριστημένοι, κι όσοι δεν παρευρίσκονταν, για το μέρος που είχαν διαλέξει γι’ αυτόν. Το δίχως άλλο του είχαν αναγνωρίσει την ελευθερία του. «Γλίτωσε» σκέφτηκε ο ξυλουργός, «Έχασα έναν ακριβό πελάτη, δε βαριέσαι» ο βιβλιοπώλης. Το αγόρι, παρακολούθησε με προσήλωση και κατάνυξη την τελετή, μιμήθηκε αρκετές φορές στη διάρκειά της τη στάση και τις κινήσεις των υπόλοιπων, ανοιγόκλεισε το στόμα του μιμούμενος τον ιερέα, οι φλέβες χτύπησαν καθώς ένωνε τα δάχτυλά του,  βαρέθηκε και έστρεψε το μάγουλό του στην πλευρά του ανέμου. Το χτύπησε ο αέρας, συνήλθε, και δάκρυσε άθελά του, «δεν καταλαβαίνω» είπε στον εαυτό του. Οι τρεις άντρες ψιθύρισαν καλοσυνάτα λόγια αναμεταξύ τους για να υπενθυμίσει ο ένας στον άλλο πόσο ζωντανοί είναι κι η συνειδητότητα ετούτη της ύπαρξης τούς κατέστησε αλληλέγγυους, μίλησαν για τις δουλειές τους, γέλασαν σεμνά, έξυσαν τα γένια τους και τα χείλη τους είχαν γίνει τώρα τραβηγμένα και άχρωμα, τα αυτιά, τα ρουθούνια και οι σόλες των παπουτσιών τους γέμισαν χώματα. Ένας τους έπιασε το αγόρι από το χέρι και κατηφόρισαν ακολουθώντας το παλιό μονοπάτι για να φτάσουν κάτω όσο γινόταν πιο γρήγορα.
Κατεβαίνοντας, ανοιγόταν μία πολιτεία περιτριγυρισμένη από στάχυα και γαλανά παρτέρια από φτερά στο συναξάρι των κατοίκων της, με δύο γαλάζιους τρούλους να προεξέχουν για να θυμίζουν άφταστες απόπειρες, για να ψαρέψουν τα μάτια σταυρό. Ένα νεαρό γαϊδούρι, με μία λευκή ρίγα πάνω στη γκρίζα πλάτη του τούς κοιτούσε από το λόφο και απομακρύνθηκε μετά από λίγο. Είχε μείνει μόνο ο αέρας και το σφύριγμά του, σήκωσε λίγο χώμα, το έριξε και κατηφόρισε στη βουβή πόλη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου