Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013

Χαρταετοί Ι





   Την ίδια στιγμή που ένας δύτης ανακάλυπτε το μεγαλύτερο κοράλλι της Μεσογείου, ο Ακάνσιο περιέφερε τα απαλά βήματά του στο μέσο της πληγωμένης πλατείας. Είχαν περάσει δύο μέρες μεγάλες και λυπημένες. Γύριζε χωρίς να έχει κάπου να πάει. Διέκοπταν τους συλλογισμούς του οι περαστικοί, τον λοξοκοιτούσαν. Άλλοι με απορία στα μάτια, άλλοι με αποστροφή, άλλοι με φόβο ή με περιέργεια, κανείς με συμπάθεια. Η νοσταλγία για κάποιον που είχε γνωρίσει τόσο λίγο και είχε χάσει τόσο σύντομα  ενοχλούσε τους μύες του και διέκοπτε την τροχιά του. Κάποια στιγμή πίστεψε ότι δε μπορούσε να περπατήσει. Έμεινε όσο άντεχε ακίνητος να χαζεύει κάτι αδιόρατο, που μόνο εκείνος αντιλαμβανόταν, χωρίς να δώσει εξηγήσεις σε κανέναν.
     Φως έφευγε μακριά κι επέστρεφε με τα κύματα κλυδωνίζοντας τους φωταγωγούς και τις κορυφές των ψηλών ωχρών κτηρίων. Την ώρα αυτή τα νυχτολούλουδα ήταν κυματοθραύστες και μετρονόμοι. Ενορχηστρώνοντας τις ριπές του αέρα και συγχρονίζοντας το άρωμά τους με τις σκελίδες της σιωπής, φωτοδοτούσαν την κοιτίδα τους ως  λόγο της ύπαρξής τους.
    Άφησε το σώμα του να ξεκουραστεί στην άκρη ενός δρόμου, διπλωμένος καθώς έμεινε με τα χέρια ανάμεσα στα πόδια του σαν συναρμολογούμενο ξύλινο παιχνίδι. Προσπάθησε να κοιμηθεί αλλά δεν είχε πια όρεξη. Κολλούσε απ’ την υγρασία, χαμογέλασε και δεν σκέφτηκε.
        

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου