Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Χαρταετοί ΙΙ

                                                                                                                                                      
                                





          Οι μέρες είχαν περάσει και το μόνο που μπορούσε κανείς να κάνει ήταν να παρατηρεί τις αλλοπρόσαλλες κινήσεις των ανθρώπινων χεριών καθώς αυτοί πάσχιζαν να διαγράψουν με το σώμα τους τον χρόνο, να διασχίσουν και να καταγράψουν, και τελικά να υπακούσουν (σε τι;) και να τον αγαπήσουν. Χωρίς ποτέ να τον τιθασεύσουν. Κι είναι παράξενο πόσο τα χέρια εγγράφουν μέσα στην κίνησή τους, σαν μακρινοί απόγονοι του Σίσυφου, δηλαδή του είναι, και κάπως έτσι φτιάχνεται η μνήμη. Η μνήμη δημιουργείται και γεννιέται από τον άνθρωπο, γι’ αυτό είναι γήινη και ατελής. Είναι κι αυτή μία νύμφη αόρατη όπως τόσα αισθήματα, όπως η ανατριχίλα όταν ακούγεται η πτώση της βροχής.

            «Στ’ αλήθεια η βροχή πρέπει να’ ναι πολύ θλιμμένη, είναι ξένη, ποτέ δεν πετάει. Μόνο πέφτει. Και παύει.» σκέφτηκε, μα δεν φανέρωσε ποτέ αυτή τη διαπίστωση γιατί ήξερε πως η ανοησία των ανθρώπων θα τους έκανε να γελάσουν μπροστά σε μία τέτοια φράση, και το γέλιο θα έπεφτε σαν μαστίγιο πάνω στο παιδικό του σώμα.


            Χέρια που απλώνονται, ανοίγονται και ανοίγουν, χέρια που σωπαίνουν, χέρια που χορεύουν και ξεκουμπώνουν, που καθυστερούν, που κρύβουν, γητεύουν, μονοπωλούν, προδίδουν και σβήνουν.

            Κι ήταν τα χέρια του ταλαιπωρημένα, κουρασμένα, μα έφερναν τη δροσιά της ωριμότητας σε ό,τι ακουμπούσαν.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου